- χρυσώψ
- χρυσ-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,A gold-coloured, shining like gold,
θύρσος E.Ba.553
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύρσος E.Ba.553
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
χρυσῶπα — χρῡσῶπα , χρυσώψ gold coloured masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσῶπι — χρῡσῶπι , χρυσώψ gold coloured masc/fem dat sg χρυσῶπις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώπιδες — χρῡσώπιδες , χρυσώψ gold coloured fem nom/voc pl χρυσῶπις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώπιδος — χρῡσώπιδος , χρυσώψ gold coloured fem gen sg χρυσῶπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)